βουλευτιλίκι

βουλευτιλίκι
το
1. το να είναι κανείς βουλευτής: Πολλοί βλέπουν το βουλευτιλίκι ως ένα επικερδές επάγγελμα.
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι κάποιος βουλευτής: Ένα χρόνο μόνο κράτησε το βουλευτιλίκι του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βουλευτιλίκι — το το αξίωμα του βουλευτή …   Dictionary of Greek

  • -λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι …   Dictionary of Greek

  • ζαϊφλίκι — το ασθένεια, αδυναμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαΐφης + κατάλ. λίκι (πρβλ. αρχοντολίκι, βουλευτιλίκι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”