- βουλευτιλίκι
- το1. το να είναι κανείς βουλευτής: Πολλοί βλέπουν το βουλευτιλίκι ως ένα επικερδές επάγγελμα.2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι κάποιος βουλευτής: Ένα χρόνο μόνο κράτησε το βουλευτιλίκι του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.